ἀνορχέομαι

Revision as of 20:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A leap up and dance, E.Supp.719; of the soul, Ph.1.379.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορχέομαι: ἀποθ., ὀρχοῦμαι μετ’ ἀνασκιρτημάτων ἐκ χαρᾶς, Εὐρ. Ἱκ. 719.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
danser de joie.
Étymologie: ἀνά, ὀρχέομαι.

Spanish (DGE)

dar saltos de alegría ἐγὼ δ' ἀνηλάλαξα κἀνωρχησάμην κἄκρουσα χεῖρας E.Supp.719
del alma llena de gracia, Ph.1.379.

Greek Monotonic

ἀνορχέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., αναπηδώ και χορεύω, σε Ευρ.