ἀπειλητήριος

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

α, ον,

   A of or for threatening, λόγοι Hdt.8.112.

German (Pape)

[Seite 283] drohend, λόγοι Her. 8, 112.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειλητήριος: -α, -ον, ὁ, ἀπειλητικός, «φοβεριστικός», λόγος Ἡρόδ. 8. 112.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
menaçant.
Étymologie: ἀπειλητήρ.

Spanish (DGE)

-α, -ον amenazador λόγος Hdt.8.112.

Greek Monolingual

ἀπειλητήριος, -α, -ον (Α)
αυτός που απειλεί, απειλητικός.