ἀσκαρίζω

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

fut. -ιῶ, Att. form of σκαρίζω (with - euph.), Hp.Nat. Puer.30, Cratin.26.

German (Pape)

[Seite 370] (α euphon.), springen, zappeln, Cratin. bei Phot. durch ἀσπαίρω erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκᾰρίζω: μέλλ. -ιῶ, ποιητ. τύπος τοῦ σκαρίζω, σκιρτῶ, πηδῶ (μετ’ εὐφων. α), ὁ δ’ ἠσκάριζε κἀπέπερδε Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσι» 3.

Spanish (DGE)

(ἀσκᾰρίζω)
agitarse, patalear del niño en el momento de nacer, Hippon.33.2, Hp.Nat.Puer.30, Gal.17(1).812
saltar Cratin.27, cf. Moer.32.

• Etimología: Deriv. de σκαίρω q.u. c. vocal protética.

Greek Monolingual

ἀσκαρίζω (Α)
σκαρίζω, σκιρτώ, χοροπηδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-(προθετικό) (πιθ. αναλογικά προς το ρ. ασπαίρω) + σκαρ-, σκαίρω «χοροπηδώ, σκιρτώ, χορεύω» + (κατάλ.) -ίζω].