χοροπηδώ

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source

Greek Monolingual

-άω, Ν
1. χορεύω αναπηδώντας
2. αναπηδώ ζωηρά ή με ρυθμό, ιδίως από χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + πηδώ].