γυμνοκέφαλος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Spanish (DGE)
-ον que lleva la cabeza descubierta, A.Thom.A 56.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γυμνοκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει ακάλυπτο κεφάλι, ασκεπής.