κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
-ον que lleva la cabeza descubierta, A.Thom.A 56.
-η, -ο (AM γυμνοκέφαλος, -ον)αυτός που έχει ακάλυπτο κεφάλι, ασκεπής.