γυμνοκέφαλος
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
-ον que lleva la cabeza descubierta, A.Thom.A 56.
-η, -ο (AM γυμνοκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει ακάλυπτο κεφάλι, ασκεπής.