δεκανδρικός
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
German (Pape)
[Seite 542] ή, όν, decemviralis, ἀρχή Laur. Lyd. de mag. Rom.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
decenviral, trad. de lat. decemuiralisἀρχή Lyd.Mag.1.34, δεκανδρικὴ ἐξουσία decenvirato Lyd.Mag.1.45 (tít).
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α δεκανδρικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει η αναφέρεται στη δεκανδρία.