διατρύχομαι
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Spanish (DGE)
atribularse, afligirse Νῶε διετρύχετο Rom.Mel.40.ςʹ.3.
Greek Monolingual
διατρύχομαι (Μ) τρύχομαι
βασανίζομαι.