διθυραμβικός
English (LSJ)
ή, όν,
A dithyrambic, D.H.Th.29; τὰ δ. dithyrambic poems, Arist.Po.1447b26. Adv. -κῶς Demetr.Eloc.91.
German (Pape)
[Seite 624] dithyramlisch; φράσις D. Hal.; τὰ διθ., Dithyramben, Arist. poet. 1, 13; – auch adv., Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
δῑθυραμβικός: -ή, -όν, ὁ εἰς διθύραμβον ἀνήκων, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 29· τὰ δ., διθυραμβικὰ ποιήματα, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 13. - Ἐπίρρ. -κῶς, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Δημ. Φαλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dithyrambique.
Étymologie: διθύραμβος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1ditirámbico, propio del ditirambo χορός SEG 9.13.14 (Cirene IV a.C.), σκευωρία D.H.Th.29.4, φράσις D.H.Pomp.2.2, (τρόπος μελοποιίας) Aristid.Quint.30.1, λέξις Plu.2.1132e, cf. 1141c, διθυραμβικὰ μέλη poemas ditirámbicos, ditirambos Plu.2.389a, cf. Mar.Vict.50.33, Diom.502.14, Sch.B.p.128
•subst. τὸ δ. poema ditirámbico, ditirambos Arist.Po.1447b26
•neutr. compar. como adv. de forma bastante ditirámbica κέχρηται δὲ τῷ Φρυγίῳ διθυραμβικώτερον ref. al modo en que la trag. emplea la armonía frigia, Anon.Trag.45.
2 fig. exaltado ἐπιστολή Chio 15.3.
II adv. -ῶς al modo de los ditirambos, de forma altisonante Demetr.Eloc.91.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διθυραμβικός, -ή, -όν) διθύραμβος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διθύραμβο, ο κατάλληλος για διθύραμβο
νεοελλ.
φρ. «διθυραμβικά σχόλια» — εγκωμιαστικά, επαινετικά
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ διθυραμβικά
οι διθύραμβοι.