δικαιοπράγημα

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A just or righteous act, Id.EN1135a12, Chrysipp.Stoic.3.73.

German (Pape)

[Seite 626] τό, gerechte Handlung; Arist. Eth. 5, 7; Plut. stoic. rep. 15.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιοπράγημα: τό, πρᾶξις δικαία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action juste.
Étymologie: δικαιοπραγέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
acción recta τὸ δὲ δ. τὸ τὰ δίκαια πράττειν Arist.MM 1195a12, cf. 20, EN 1135a12, Chrysipp.Stoic.3.73, M.Ant.11.20.

Greek Monolingual

δικαιοπράγημα, το (Α)
δικαιοπραγώ
δίκαιη πράξη.