εἰκαιόμυθος
German (Pape)
[Seite 726] unbedachtsam, vergeblich redend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαιόμῡθος: -ον, = εἰκαιολόγος, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 440C, IV. 1012C· ἄνευ σκοποῦ φλυαρῶν, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ον
charlatán οὐ περιττὸς εἰς λόγους καὶ εἰ. Cyr.Al.Nest.2.13
•neutr. subst. τὸ εἰκαιόμυθον = charlatanería Cyr.Al.M.71.252A.