ἐκβρυχάομαι

Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A bellow forth or aloud, E.Hel.1557 ; στεναγμὸν ἡδὺν ἐ. Id.IT1390.

German (Pape)

[Seite 755] losbrüllen, Eur. Hel. 1557; στεναγμὸν ἡδύν, ausstoßen, I. T. 1390.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβρῡχάομαι: ἀποθ. βρυχῶμαι ἰσχυρῶς, Εὐρ. Ἑλ. 1557· ἐκπέμπω, στεναγμὸν ἡδὺν ἐκβρ. ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1390.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
pousser des rugissements.
Étymologie: ἐκ, βρυχάομαι.

Spanish (DGE)

(ἐκβρῡχάομαι)
mugir un toro, E.Hel.1557
jadear c. ac. int. στεναγμὸν ἡδὺν ἐκβρυχώμενοι jadeando suavemente de remeros, E.IT 1390.

Greek Monotonic

ἐκβρῡχάομαι: αποθ., μουγκρίζω μπροστά ή ηχηρά, φωναχτά, σε Ευρ.