Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουγκρίζω

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουγκρίζω Medium diacritics: μουγκρίζω Low diacritics: μουγκρίζω Capitals: ΜΟΥΓΚΡΙΖΩ
Transliteration A: mounkrízō Transliteration B: mounkrizō Transliteration C: mougkrizo Beta Code: mougkri/zw

English (LSJ)

slobber, or perhaps snarl, Anon.in Rh.216.28.

Greek Monolingual

και μουγγρίζω (ΑΜ μουγκρίζω, Μ και μογκρίζω)
1. (για ταύρους και άγρια θηρία) μυκώμαι, βρυχώμαι, αφήνω παρατεταμένη και υπόκωφη φωνή
2. μτφ. για πρόσ.) φωνάζω δυνατά από τους πόνους, ουρλιάζω ή εκπέμπω βαθύ και υπόκωφο ήχο με σφιγμένα χείλη («μούγκριζε από τον πόνο»)
νεοελλ.
(για φυσικά φαινόμενα και για τη θάλασσα) βουίζω («μουγκρίζει ο άνεμος»)
μσν.
(υβριστικά) ομιλώ, λέγω
αρχ.
1. εκκρίνω σάλιο
2. παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον μυκηθμό μούου τών ταύρων και άλλων ζώων. Η κατάλ. -ρίζω απαντά συχνά σε ηχομιμητικά ρήματα (πρβλ. κακα-ρίζω, νιαουρίζω)
βλ. και λ. μυκῶμαι].