εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
ἀκρόασις, ἀντίληψις, εἰσάκουσις, ἐνδοχή, ἀνασκοπή, εἰσακουσμός, ἐμπασμός, διάνοια, ἀτενισμός, διασπουδάζω, διάσκεψις, ἀκοή, ἀτενής