con fuerza
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Spanish > Greek
ἐγκρατούντως, ἀπρίξ, ἐμφαντικῶς, ἐμφατικῶς, βιαίως, ἐμμενῶς, δυνατῶς, ἐγκρατῶς, ἐννοητικῶς
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ἐγκρατούντως, ἀπρίξ, ἐμφαντικῶς, ἐμφατικῶς, βιαίως, ἐμμενῶς, δυνατῶς, ἐγκρατῶς, ἐννοητικῶς