fin
English > Greek (Woodhouse)
substantive
Spanish > Greek
διέξοδος, ἀπώλεια, ἄνυσις, ἀποτέλεσμα, ἀπάλλαξις, ἄνυσμα, διάλυσις, ἀποπεράτωσις, ἀποτερμάτωσις
διέξοδος, ἀπώλεια, ἄνυσις, ἀποτέλεσμα, ἀπάλλαξις, ἄνυσμα, διάλυσις, ἀποπεράτωσις, ἀποτερμάτωσις