Pass.,
A have the conception or impression of something unequal or crooked, τὴν ὄψιν Plu.2.1121b.
σκᾰληνόομαι: Παθ., ἔχω τὴν ἀντίληψιν ἢ ἐντύπωσιν σκαληνοῦ τινος ἢ σκολιοῦ καὶ ἀνωμάλου πράγματος, γίνομαι σκαληνὸς (ἄνισος), Πλούτ. 2. 1121Α.