σπερμολογικός
English (LSJ)
ή, όν,
A like a σπερμολόγος 111, frivolous, περίεργα καὶ σ. Id.2.664a.
German (Pape)
[Seite 920] ή, όν, von der Art eines σπερμολόγος, schmarotzerartig, possenhaft; καὶ περίεργος, Plut. Symp. 4, 1.
ή, όν,
A like a σπερμολόγος 111, frivolous, περίεργα καὶ σ. Id.2.664a.
[Seite 920] ή, όν, von der Art eines σπερμολόγος, schmarotzerartig, possenhaft; καὶ περίεργος, Plut. Symp. 4, 1.