σπερμολόγος
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
σπερμολόγον, (λέγω)
A picking up seeds, of birds, Id.Demetr.28, Alex.Mynd. ap. Ath.9.388a: as substantive, rook, Arist.HA592b28; glossed κολοιῶδες ζῷον, Hsch.; σπερμολόγων τε γένη Ar.Av.232 (lyr.), cf. 579.
2 τὰ σπερμολόγα τῶν παιδαρίων = guttersnipes, Ath.3.85f.
II picking up scraps, gossiping, ἄνθρωπος D.H.19.5 (Sup., ib.4); also πικρὰ καὶ σ. ῥήματα Plu.2.456c.
III as substantive, one who picks up and retails scraps of knowledge, an idle babbler, gossip, D. 18.127, Act.Ap.17.18, Ath.8.344c.
German (Pape)
[Seite 920] Saamen oder Sämereien lesend, sammelnd; Vögel, die von Körnern leben, bes. eine von Sämereien lebende Krähen- od. Dohlenart, die Saatkrähe; Ar. Av. 232. 579, Plut. Demetr. 28 u. A. – Bei Dem. 18, 127 ein Schimpfwort, ein gemeiner Schwätzer, Possenreißer, Schmarotzer; σπερμολογώτατος καὶ ἀναγωγότατος, D. Hal. epit. 17, 6; N.T.; vgl. noch Ath. VIII, 344 c, wo ein Wortspiel gemacht ist.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ramasse des grains ou qui picore des grains ; ὁ σπερμολόγος freux (oiseau, sorte de corbeau);
2 qui ramasse, pour se nourrir, les grains épars sur le marché ; malheureux, misérable, gueux;
NT: discoureur, bavard ; bouffon.
Étymologie: σπέρμα, λέγω².
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπερμολόγος -ον [σπέρμα, λέγω] die zaadjes oppikt. overdr. van personen, alleen subst. ὁ σπερμολόγος zwetser, praatjesmaker, roddelaar.
Russian (Dvoretsky)
σπερμολόγος:
1 собирающий семена, т. е. питающийся семенами (ὄρνιθες Plut.);
2 бессодержательный, пустой (ῥήματα Plut.).
II ὁ
1 предполож. грач Arph., Arst.;
2 жалкий крохобор, пустой болтун Dem., NT.
English (Strong)
from σπέρμα and λέγω; a seed-picker (as the crow), i.e. (figuratively) a sponger, loafer (specially, a gossip or trifler in talk): babbler.
English (Thayer)
σπερμολογον (σπέρμα, and λέγω to collect);
1. picking up seeds: used of birds, Plug. Demet. 28; Athen. 9, p. 387f.; especially of the crow or daw that picks up grain in the fields (German Saatkrähe), Aristophanes av. 232,579; Aristotle, h. a. 8,8, p. 592{b}, 28, and other writings.
2. of men: "lounging about the market-place and picking up a subsistence by whatever may chance to fall from the loads of merchandise" (Eustathius on Homer, Odyssey 5,490 σπερμολογοι. οἱ περί τά ἐμπορία καί ἀγορᾶς διατρίβοντες διά τό ἀναλέγεσθαι τά ἐκ τῶν φορτιων ἐπορρεοντα καί διά ζῆν ἐκ τούτων); hence, beggarly, abject, vile (a parasite); getting a living by flattery and buffoonery, Athen. 3, p. 85f.; Plutarch, mor., p. 456d.; a substantive, ὁ σπερμολόγος, an empty talker, babbler (Demosthenes, p. 269,19; Athen. 8, p. 344c.): Acts 17:18.
Greek Monolingual
ο, η / σπερμολόγος, -ον, ΝΜΑ, και σπερματολόγος, -ον Α
αυτός που συγκεντρώνει και διαδίδει ανεξέλεγκτες πληροφορίες και κακόβουλες φήμες (α. «είναι ένας αδίστακτος σπερμολόγος» β. «τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν;», ΚΔ
γ. «σπερμολόγος, περίτριμμ' ἀγορᾱς», Δημοσθ.)
αρχ.
1. (για πτηνό) αυτός που συγκεντρώνει σπόρους για τη διατροφή του
2. (κατά τον Ησύχ.) «κολοιῶδες ζῷον»
3. φρ. «σπερμολόγα ῥήματα» — αδέσποτες φήμες και φλυαρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + -λόγος].
Greek Monotonic
σπερμολόγος: -ον (λέγω),
I. αυτός που συλλέγει, μαζεύει σπόρους, λέγεται για πουλιά που τρέφονται με σπόρους, σε Πλούτ.
II. μεταφ., αυτός που συλλέγει ό,τι πληροφορία ακούει, φλύαρος, κουτσομπόλης, σε Δημ., Κ.Δ.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμολόγος: -ον, (λέγω) ὁ ἀναλέγων σπόρους, ἐπὶ τῶν ἐχόντων σκληρὸν ῥάμφος πτηνῶν, τῶν κοκκοφάγων, Πλουτ. Δημήτρ. 28, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 387F· βασιλεὺς σπ., δηλ. ὁ τροχίλος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 6· ― καὶ ὡς οὐσιαστ., σπερμολόγων τε γένη Ἀριστοφ. Ὄρν. 232, πρβλ. 579. ΙΙ. ὁ συλλέγων ὅ,τι ἀκούει, φλύαρος, ἄνθρωπος Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σ. 2340 Reisk.· ὡσαύτως, σπ. ῥήματα Πλούτ. 2. 456D. III. ὡς οὐσιαστ., ὁ συλλέγων ὅ,τι ἀκούσῃ καὶ ἐπαναλαμβάνων αὐτό, φλύαρος, φυγόπονος, ἀδόλεσχος, Δημ. 269. 19, Ἀθήν. 344C, Πράξ. Ἀποστ. ιζ´, 18, πρβλ. Casaub. εἰς Θεοφρ. Χαρακτ. 6· ἐν τῷ ὑπερθ., Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 17. 6.― Καθ’ Ἡσύχ. «φλύαρος. καὶ ὁ τὰ σπέρματα συλλέγων. καὶ κολοιῶδες ζῷον».
Middle Liddell
σπερμο-λόγος, ον, λέγω
I. picking up seeds, of granivorous birds, Plut.
II. metaph. one who picks up scraps of knowledge, a babbler, Dem., NTest.
Chinese
原文音譯:spermolÒgoj 士胚而摩-羅哥士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:散佈-陳述(者)
字義溯源:喫種子的鳥,喋喋不休,胡扯,喜聽閒言的人,胡說者,胡言亂語;由(σπέρμα)=播種)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成;其中 (σπέρμα)出自 (ἐπισπείρω / σπείρω)*=撒種。參讀 (ἐπισπείρω / σπείρω)同源字參讀 (σπέρμα)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 胡言亂語的(1) 徒17:18
English (Woodhouse)
one who picks up scraps of gossip, person who gossips
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού μαζεύει σπόρους, φλύαρος). Ἀπό τό σπέρμα + λέγω (=μαζεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα σπείρω.
Translations
chatterbox
Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: 話匣子, 话匣子, 喋喋不休者, 話癆, 话痨; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: kletskous; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: moulin à paroles, bavard comme une pie; Galician: charlatán; German: Dampfplauderer, Plaudertasche, Quasselstrippe, Schwätzer, Schwätzerin; Alemannic German: Chlepfe; Greek: πολυλογάς, φαφλατάς; Ancient Greek: ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥαχίας λαλίστερος, ῥεολόγος, ῥειολόγος, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: chiacchierone, ciancione, linguacciuto; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: lingulaca; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: tagarela, falador, gralha, grafonola; Russian: болтун, болтунья, болтушка, лопотун, лопотуха, лопотунья; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: loro, lora, charlatán, cotorra, parlanchín; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame