τριπρόσωπος

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A three-faced, Chariclid.1, Cleom.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

τριπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τρία πρόσωπα, τρεῖς μορφάς, ἴδε τρίμορφος. ΙΙ. ὁ ἐκ τριῶν προσώπων ἀποτελούμενος, Εὐσέβ. VI, 1016, Καισάρ. 860, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 477, Ψευδιουστῖν. 1264C, Ψευδαθανάσ. 4, 767C, Ἀναστ. Σιν. 133D.

Spanish

de tres caras

Greek Monolingual

-η, -ο / τριπρόσωπος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τρία πρόσωπα, που εμφανίζεται με τρεις μορφές, τρίμορφος («δέσποιν' Ἐκάτα... τριπρόσωπε», Αθήν.)
2. (για την Αγία Τριάδα) αυτή που αποτελείται από τρία πρόσωπα, από τρεις υποστάσεις
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριπρόσωπο(ν)
εκκλ. ψηφοδέλτιο με τρία ονόματα υποψήφιων εκλόγιμων αρχιερέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. δι-πρόσωπος.