χρυσόστολος

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσεόστολος Α
μσν.
αυτός που φορεί χρυσή στολή
αρχ.
(για ένδυμα) χρυσοποίκιλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -στολος (< στολή), πρβλ. λευκό-στολος].