ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
κάνω κακό γάμο, δεν ευτυχώ στον γάμο μου, κακοπαντρεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + παντρεύομαι].