αδικοπαντρεύομαι

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

κάνω κακό γάμο, δεν ευτυχώ στον γάμο μου, κακοπαντρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + παντρεύομαι].