αγωνοδίκης
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
ἀγωνοδίκης, ο (Α)
κριτής αγώνων, ἀγωνάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγὼν + δίκη.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
ἀγωνοδίκης, ο (Α)
κριτής αγώνων, ἀγωνάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγὼν + δίκη.