ἀγωνοδίκης
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
ἀγωνοδίκου, ὁ, judge, contest judge, judge of the contest, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ juez de certamen ἀγωνοδί[κ] η[ς ἀγῶνος] ἀχθέντος SB 10493.2 (III d.C.), cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνοδίκης: -ου, ὁ, κριτὴς τοῦ ἀγῶνος, «ἀγωνοδίκας, βραβευτάς», Ἡσύχ.
German (Pape)
Kampfrichter, Hesych.