ες,
A not to be softened, ὕδατα Gal.17(2).187.
[Seite 385] ες, vom Wasser, hart, Sp.
ἀτεραμνώδης: -ες, (εἶδος ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μαλακώσῃ, νὰ καταστήσῃ μαλακόν, Γαλην.
-ες duro ὕδατα Gal.17(2).187.