ον,
A = ψηφοφόρος, Hdt.6.109.
[Seite 1397] = ψηφοφόρος, Her. 6, 109.
ψηφῑδοφόρος: -ον, = ψηφοφόρος, Ἡρόδ. 6. 109.
ος, ον :c. ψηφοφόρος.Étymologie: ψηφίς, φέρω.