ψηφίς
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ῖδος (cf. Hdn.Gr.2.186), ἡ, Dim. of ψῆφος,
A small pebble, Il.21.260, Lex Solonis ap.Sch.Gen.Il.l.c., Democr.164, Luc.DMar.3.2.
2 pebble for reckoning, AP11.365 (Agath.).
3 tessellated work, Chor.p.86B.
II gem or amulet worn in a ring, Long us 4.17, Alex.Trall. 11.1.
German (Pape)
[Seite 1397] ῖδος, ἡ, 1) ein kleiner Stein, ein Kiesel, Il. 21, 260. – 2) ein Edelstein im Ringe, Long. – 3) ein Steinchen zum Zählen, Rechnen, wie zum Stimmen, Sp.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
petite pierre, caillou.
Étymologie: ψῆφος.
English (Autenrieth)
ῖδος: pebble, pl., Il. 21.260†.
Greek Monolingual
-ῖδος, ἡ, ΜΑ
βλ. ψηφίδα.
Greek Monotonic
ψηφίς: -ῑδος, ἡ, υποκορ. του ψῆφος·
1. μικρή ψήφος, λιθαράκι, σε Ομήρ. Ιλ., σε Λουκ.
2. πετραδάκι που χρησιμοποιούνταν στην αρίθμηση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ψηφίς: ῖδος ἡ ψῆφος камешек Hom., Plut., Luc., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψηφίς -ίδος, ἡ [ψῆφος] steentje.
Middle Liddell
ψηφίς, ῖδος, [Dim. of ψῆφος
1. a small pebble, Il., Luc.
2. a pebble for reckoning, Anth.
Mantoulidis Etymological
-ῖδος (=λιθαράκι). Ὑποκορ. τοῦ ψῆφος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ψάω ψήω.