ἀπαράθραυστος
English (LSJ)
ον,
A unshaken, not to be shaken, Olymp.in Phlb.p.274S., Eustr.in EN297.26.
German (Pape)
[Seite 279] nicht abgebrochen, Eustrat. zu Nicom. 1, 5 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράθραυστος: -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, ἀδιάσειστος, ἀσάλευτος, τὴν πίστην συντηρήσειν ἀπαράθραυστον Ἀθαν. τ. 2. σ. 229D.
Spanish (DGE)
-ον
1 ininterrumpido μεταβολή Dam.in Phlb.191.
2 inconmovible πίστις Ath.Al.M.28.1585A, κανών Tz.Comm.Ar.1.169.19, cf. Eustr.in EN 297.26.