δαμασίφως
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ,
A = δαμασίμβροτος, ὕπνος Simon.232; of Ares, prob. in Tim.Pers.22.
German (Pape)
[Seite 521] ωτος, ὁ, = δαμασίμβροτος; so nannte Simonid. den Schlaf, Schol. Il. 24, 5.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμᾰσίφως: -ωτος, ὁ, ἡ, = δαμασίμβροτος, ὕπνος Σιμων. 232.
Spanish (DGE)
(δᾰμᾰσίφως) -ωτος, ὁ
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que somete, que vence a los hombresdel sueño, Simon.96.
2 que doblega a los hombres, matador de hombres δαμασίφως Ἄρης Tim.15.21 (cj., v. ap. crít.).