δαμασίμβροτος
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
δαμασίμβροτον, taming mortals, man-slaying, Σπάρτη Simon.218; αἰχμή Pi.O.9.79; χαλκός B.12.50.
Spanish (DGE)
(δᾰμᾰσίμβροτος) -ον
1 dominador, sometedor de hombres ref. Esparta, Simon.111.
2 que doblega, que mata a los mortales αἰχμά Pi.O.9.79, χαλκός B.13.50.
German (Pape)
[Seite 521] Sterbliche bezwingend, tödtend, αἰχμά Pind. Ol. 9, 85. So nannte Simon. Sparta, s. Plut. Ages. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dompte les mortels.
Étymologie: δαμάζω, βροτός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαμασίμβροτος -ον [δαμάζω, βροτός] stervelingen overweldigend.
Russian (Dvoretsky)
δᾰμᾰσίμβροτος: убивающий людей, человекоубийственный (αἰχμά Pind.; Σπάρτη Simonides ap. Plut.).
English (Slater)
δᾰμᾰσίμβροτος, -ον
1 man-mastering σφετέρας ἄτερθε δαμασιμβρότου αἰχμᾶς (O. 9.79)
Greek Monolingual
δαμασίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που δαμάζει ή φονεύει τους ανθρώπους («δαμασίμβροτος Σπάρτη», «χαλκὸς δαμασίμβροτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + βροτός «θνητός». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].
Greek Monotonic
δᾰμᾰσίμβροτος: -ον, αυτός που υποτάσσει τους θνητούς, ανθρωποκτόνος, σε Σίμωνα.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμᾰσίμβροτος: -ον, καταβάλλων τοὺς θνητούς, φονεύων ἀνθρώπους, Σπάρτη Σιμων. 220· αἰχμὴ Πίνδ. Ο. 9. 119· χαλκὸς Βακχυλ. 12, 50 (Blass).