διαγογγυσμός
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
διαγογγυσμός: ὁ, μουρμουρισμός, Γ. Κεδρ. τ. Β΄, σ. 199, (ἐκδ. Βόνν.).
-οῦ, ὁ murmuración 1Ep.Ti.2.8 en Eus.M.24.44B.