διαγογγυσμός
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
διαγογγυσμός: ὁ, μουρμουρισμός, Γ. Κεδρ. τ. Β΄, σ. 199, (ἐκδ. Βόνν.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ murmuración 1Ep.Ti.2.8 en Eus.M.24.44B.
Greek Monolingual
διαγογγυσμός, ο (Μ) διαγογγύζω
έντονη μεμψιμοιρία.
διαγογγυσμός: ὁ, μουρμουρισμός, Γ. Κεδρ. τ. Β΄, σ. 199, (ἐκδ. Βόνν.).
-οῦ, ὁ murmuración 1Ep.Ti.2.8 en Eus.M.24.44B.
διαγογγυσμός, ο (Μ) διαγογγύζω
έντονη μεμψιμοιρία.