ψευδοκλητήρ

Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who falsely subscribes his name as witness to a summons, Theopomp.Hist.267.

German (Pape)

[Seite 1394] ὁ, falscher Zeuge bei der Unterschrist einer Klage, Ath. VI, 254 b, neben ψευδομάρτυρες u. συκοφάνται.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοκλητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ψευδῶς ἐπιγράφων τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα εἰς κλῆσίν τινος, Θεοπόμπ. Ἱστορ. 297, μετὰ διάφ. γραφ. -κλήτωρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 318.