ἐξιλεωτικός
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
German (Pape)
[Seite 882] ή, όν, = ἐξιλαστικός, Schol. Tricl. Soph. Ai. 1164.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιλεωτικός: -ή, -όν, = ἐξιλαστικός, Τρίκλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1164.