καίατα

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source

German (Pape)

[Seite 1293] τά, nach Hesych. = ὀρύγματα, Erdschlund, s. καιάδας. Vgl. κύαρ.

Greek (Liddell-Scott)

καίατα: «ὀρύγματα. ἢ τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία» Ἡσύχ.