πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
θυφλός: -ή, -όν, (= τυφλός) Ἐπιγρ. πηλ. ἀγγείου Κύμης τῆς ἐν Ἰταλία CIG. 8337.