τυφλός
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
τυφλή, τυφλόν,
A blind, once in Hom., Il.6.139, cf. h.Ap.172, freq. in other writers; τυφλὸς ἐκ δεδορκότος S.OT454; τυφλὸς Ἄρης, τυφλὸς Πλοῦτος, Id.Fr.838, Theoc.10.19; τ. ὄψις, ὀφθαλμοί, E.Cyc.697, Pl.R. 518c, etc.: c. gen., τ. τινός blind to... X.Smp.4.12, Plu.Sol.12; but τυφλὸς τῆς προνοίας lacking vision of the future, Id.2.975c; τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος, i.e. one's back, X.Cyr.3.3.45; καὶ τυφλῷ γε δῆλον = even a blind man can see that, Pl.R. 55od; for Cratin.6, v. κωφός II.2.
2 of the limbs of the blind, τυφλὸς πούς E.Hec.1050, Ph.834, etc. (cf. τυφλόπους); χείρ ib. 1699; βάκτρον, τοξεύματα, Id.Ion 744, HF199.
3 metaph. of the other senses and the mind, τ. ἦτορ Pi.N.7.23; τυφλὸς τά τ' ὦτα, τόν τε νοῦν, τά τ' ὄμματ' εἶ S.OT371; τὴν τέχνην ἔφυ τ. ib.389.
4 metaph., τυφλὸς ὄλβος E.Fr.776; ἡ φύσις ἄνευ μαθήσεως τυφλόν Plu.2.2b; τῇ τύχῃ... ἣν τυφλὴν λοιδοροῦμεν ib.98a; τ. ἔδραμε πᾶσα τρόπις AP9.289 (Bass.).
II of things, dark, dim, obscure, ἐλπίδες A.Pr.252; ἄτη S.Tr.1104; τὸ δ' ἐς αὔριον αἰεὶ τ. ἕρπει Id.Fr.593.6 (lyr.); τυφλαὶ σπιλάδες blind rocks, AP7.275 (Gaet.); αἱ ἄνευ ἐπιστήμης δόξαι τυφλαί Pl.R. 506c; δεσμῶν τυφλαὶ ἀρχαί hidden, Plu.Alex.18; τ. ὑπόνοια Id.2.587c; τυφλὸν κίνημα, of revolution, Id.Galb.18.
2 of passages or apertures, blind, closed, with no outlet, τοῦ ἐντέρου τυφλόν τι, of the intestinum caecum (τὸ τυφλόν in Gal.UP4.18, al.), Arist.PA 675b7, cf. 676a5; τυφλὸν ἔντερον Ruf. ap. Orib.7.26.25; τυφλὸν τρῆμα = the foramen caecum (stylo-mastoid), Ruf.Onom.144, Gal.UP9.10; τ. στενωποί Str.1.1.17; τ. ὁδοί Anon. ap. Suid.; τυφλὴ ῥύμη a blind alley, POxy. 99.9 (i A. D.); of rivers and harbours, choked with mud, Plu.Sull. 20 (v. τυφλόστομος), cf. Caes.58; of the halcyon's nest, closed, tight, Id.2.983d; τυφλοὶ ὄζοι branches without buds or eyes, Thphr. HP 1.8.4, cf. CP3.2.8; τυφλὸν κῦμα dark, trackless, AP7.400 (Serapio), 12.156; τυφλὸς μώλωψ = a wound without an outlet, Plu.Aem.19; τὸ τυφλὸν ἅμμα καλούμενον the so-called unescapable knot, Gal.2.669; of a hook (cf. τυφλάγκιστρον), blunt, Orib.45.18.9.
III Adv., πρὸς τὸ ὠφέλιμον τυφλῶς ἔχειν to be blind to it, Pl.Grg. 479b; τυφλῶς καὶ ἀσκέπτως Antip.Stoic. 3.256; τ. καὶ οὐ γνωρίμως διασαφεῖ Str.9.5.21. [ῠ by nature, S.OT 389, E.Hec.1050, etc., freq. ῡ by position: prob. not connected with τύφω [ῡ]: perhaps cf. Goth. daufs, OE. déaf 'stupid', Olr. dub 'black'.]
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. aveugle :
1 au propre τυφλὸς ἐκ δεδορκότος SOPH de voyant devenu aveugle ; καὶ τυφλῷ δῆλον PLAT un aveugle même verrait cela ; qui concerne un aveugle : τυφλὸς πούς EUR pied d'un aveugle ; fig. aveugle, obtus, borné, qui a la vue courte : τυφλὸς τά τ' ὦτα τον τε νοῦν τά τ' ὄμματα SOPH qui n'entend, ni ne comprend, ni ne voit ; avec le gén. : τυφλὸς τοῦ μέλλοντος PLUT qui ne voit pas l'avenir ; p. anal. qui n'a pas d'organe pour voir : τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος XÉN le côté aveugle du corps, càd le côté de derrière;
2 sans ouverture, sans issue, fermé, bouché : χωρία δύσορμα καὶ τυφλά PLUT parties du littoral inabordables et obstruées par la vase ; χωρία τυφλὰ πρὸς γένεσιν ὑδάτων PLUT endroits où l'eau ne trouve pas d'issue pour sourdre;
II. qu'on ne voit pas :
1 à travers quoi l'on ne peut voir;
2 qu'on ne voit pas bien, peu clair, indistinct, obscur : τυφλαὶ λίμναι PLUT étangs cachés ; τυφλὰ ἴχνεα PLUT traces effacées ; fig. τυφλὸν μήνυμα PLUT indication obscure ; ἀσαφὴς καὶ τυφλὴ ὑπόνοια PLUT soupçon vague et obscur.
Étymologie: τύφω.
Syn. ἄδερκτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυφλός -ή -όν blind:; καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου πάϊς en de zoon van Kronos had hem blind gemaakt Il. 6.139; τυφλὸς... ἐκ δεδοκότος van ziende blind geworden Soph. OT 454; uitbr.:; τυφλῷ ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶ σύ jij bent het oog voor mijn blinde stappen Eur. Phoen. 834; τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος het blinde deel van het lichaam (de rug) Xen. Cyr. 3.3.45; blind, zonder begrip of inzicht, van pers.: τυφλὸς τά τ’ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ’ ὄμματα εἶ u bent blind in uw oren, uw verstand en uw ogen Soph. OT 371; τὴν τέχνην δ’ ἔφυ τυφλός maar in de zienerskunde is hij blind Soph. OT 389; τυφλόν ἐστι τοῦ μέλλοντος ἄνθρωπος de mens is blind waar het gaat om de toekomst Plut. Sol. 12.5. blind, zonder uitgang:. πόταμος... εἰς λίμνας τυφλάς... ἀφανίζεται de rivier verdwijnt in doodlopende moerassen Plut. Sull. 20.5. waar je geen goed zicht op hebt, onzeker:; τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα ik heb in hen (de mensen) onzekere verwachtingen doen wonen Aeschl. PV 250; ὧν αἱ βέλτισται τυφλαί (meningen zonder kennis), van welke de beste onzeker zijn Plat. Resp. 506c; onzichtbaar:; τυφλῆς ὑπ’ ἄτης ἐκπεπόρθημαι ik ben door het onzichtbare noodlot vernietigd Soph. Tr. 1104; τῶν δεσμῶν τυφλὰς ἐχόντων τὰς ἀρχάς omdat de uiteinden van de banden onzichtbaar waren Plut. Alex. 18.2; overdr.: τὰ τυφλά... τῆς Ὀστιάνης ἠϊόνος de verraderlijke ondiepten aan de kust van Ostia Plut. Caes. 58.5; τὸ μὲν ἐν Ῥώμῃ τυφλὸν ἦν ἔτι κίνημα de beroering in Rome bleef nog verborgen Plut. Galb. 18.3.
German (Pape)
(wahrscheinlich für τυφελός von τύφω, eigtl. rauchig, qualmig und dah. verfinstert),
1 blind; bei Hom. Il. 6.139; h.Apoll. 172; oft bei Her. und Folgdn; τυφλὸν γὰρ ἐκδεδορκότος Soph. O.R. 454; πλοῦτος οὐ τυφλός, ἀλλ' ὀξὺ βλέπων Plat. Legg. I.631c; auch τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα, Aesch. Prom. 250. – Übtr. auch von den übrigen Sinnen und vom Verstande, stumpfsinnig, blödsinnig, τυφλὸν ἦτορ, Pind. N. 7.23; τυφλὸς τά τ' ὦτα, τόν τε νοῦν, τά τ' ὄμματα, Soph. O.R. 371; τὴν τέχνην ἔφυ τυφλός, 389; τυφλά τε καὶ σκολιά, Plat. Rep. VI.506c; – τυφλός τινος, blind für Etwas, Xen. Symp. 4.12; so auch • adv., τυφλῶς ἔχειν πρὸς τὸ ὠφέλιμον, Plat. Gorg. 479b.
2 dunkel, unsichtbar, unbemerkt; ἄτη, Soph. Tr. 1094; σπιλάδες, Gaet. 7 (VII.275); Sp., wie Plut. Sulla 20; unbeachtet, und von Kräften, wirkungslos, vergeblich, Sp.
3 auf der Rückseite befindlich, wo man keine Augen hat, τὰ τυφλά, die Rückseite des Menschen, Xen. Cyr. 3.3.45; die Seite einer Wand, eines Hauses, die ohne Fenster ist, Sp.
4 von den Mündungen der Flüsse, verstopft, verschlemmt; dah. wie eine Mündung aussehend, ohne die Dienste einer solchen zu leisten, λίμναι, Plut. Sull. 20, vgl. Aem. 14; καὶ ἀνέξοδος, Suid.
Russian (Dvoretsky)
τυφλός:
1 слепой, незрячий HH, Trag., Plat.: τυφλὸν θεῖναί τινα Hom. ослепить кого-л.; τυφλοὶ ὀφθαλμοί Plat. незрячие глаза;
2 перен. слепой, случайный (ὄλβος Eur.; τύχη Plut.): τ. τινος εἶναι Xen. быть слепым для чего-л., не видеть чего-л.;
3 мутный, непрозрачный (τέλμα Plut.);
4 смутный, неясный, туманный (ἐλπίδες Aesch.; τὸ ἐν Ῥώμῃ τυφλὸν ἦν κίνημα Plut.);
5 невидимый, скрытый, тайный (τοξεύματα Eur.; σπιλάδες Anth.): τῶν δεσμῶν τυφλαὶ αἱ ἀρχαί Plut. невидимые концы завязок, т. е. запутанный (Гордиев) узел;
6 заткнутый, закрытый, не имеющий выхода (λίμναι Plut.): τὸ τυφλὸν τοῦ ἐντέρου Arst. слепая кишка; τ. τά τ᾽ ὦτα τόν τε νοῦν Soph. чьи уши заткнуты, а разум помрачен;
7 принадлежащий слепцу (χείρ Eur.): τυφλῷ ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶναι Eur. служить оком ноге слепца, т. е. быть поводырем его;
8 задний, тыльный: τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος ἐναντία τάττειν τοῖς πολεμίοις Xen. обращать тыл врагу.
Greek (Liddell-Scott)
τυφλός: ή, ον, (ἴδε ἐν τέλει), παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν Ἰλ. Ζ. 136, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 172, ἀλλὰ σύνηθες παρὰ πᾶσι τοῖς λοιποῖς συγγραφεῦσι· τυφλὸς ἐκ δεδορκότος Σοφ. Ο. Τ. 454· τ. Ἄρης, Πλοῦτος, Ἔρως ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 729, Θεόκρ. 10. 19 κἑξ.· τ. ὄψις, ὀφθαλμοὶ Εὐρ. Κύκλ. 697, Πλάτ., κλπ.· μετὰ γενικ., τ. τινος, τυφλὸς πρός τι πρᾶγμα, Ξεν. Συμπ. 4. 12 (πρβλ. τυφλόω Ι)· - τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος, δηλ. τὰ νῶτα ἢ ὀπίσθιά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 3, 45. - Παροιμ., οὐ μέν τοι παρὰ κωφὸν ὁ τυφλὸς ἔοικε λαλῆσαι Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις», 3· καὶ τυφλῷ γε δῆλον, ἀκόμη καὶ τυφλὸς δύναται νὰ ἴδῃ τοῦτο, Πλάτ. Πολ. 550D. 2) ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ τυφλοῦ, τ. ποὺς Εὐρ. Ἑκάβ. 1050, Φοίν. 834, κλπ.· (πρβλ. τυφλόπους)· χεὶρ αὐτόθι 1699· οὕτω, βάκτρον, τοξεύματα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 744, Ἡρ. Μαιν. 199. 3) μεταφορ. ἐπὶ τῶν ἄλλων αἰσθητηρίων καὶ τῆς διανοίας, τ. ἦτορ Πινδ. Ν. 7, 34· τυφλὸς τά τ’ ὦτα, τόν τε νοῦν, τά τ’ ὄμματ’ εἶ Σοφ. Ο. Τ. 371· τὴν τέχην ἔφυ τ. αὐτόθι 389. 4) μεταφορ., τ. ὄλβος Εὐρ. Ἀποσπ. 773· φύσις ἄνευ μαθήσεως τυφλὸν Πλούτ. 2. 2Β· τῇ τύχῃ... ἣν τυφλὴν λοιδοροῦμεν αὐτόθι 98Α· τ. ἔδραμε πᾶσα τρόπις Ἀνθ. Π. 9. 289. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, σκοτεινός, ἀόρατος, ἀσαφής, ἄγνωστος, ἄδηλος, ἐλπίδες Αἰσχύλ. Πρ. 250· ἄτη Σοφ. Τρ. 1104· τὸ δ’ αὔριον τυφλὸν αἰὲν ἕρπει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 685· τ. σπιλάδες Ἀνθ. Π. 7. 275· αἱ ἄνευ ἐπιστήμης τυφλαὶ δόξαι Πλάτ. Πολ. 506C· δεσμῶν τ. ἀρχαί, κεκρυμμέναι, Πλουτ. Ἀλέξ. 18· τ. πάνυ καὶ κρύφιον ὁ αὐτ. 2. 983D· ἀσαφὴς καὶ τ. ὑπόνοια αὐτόθι 587C, κλπ. 2) κεκλεισμένος, ἄνευ ἐξόδου, τοῦ ἐντέρου τυφλόν τι, τὸ intestinum coecum (τὸ τυφλὸν παρὰ Γαληνῷ), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 20, πρβλ. 26· τ. ὁδοὶ Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· ἐπὶ ποταμῶν καὶ λιμένων πεφραγμένων δι’ ἰλύος ἢ πηλοῦ, Πλουτ. Σύλλ. 20 (ἴδε τὸ ἑπόμ.), πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 58· - τυφλὸς ὄζος, κλάδος ἄνευ ὀφθαλμῶν ἢ «μπουμπουκίων», εἰσί δὲ τῶν ὄζων οἱ μὲν τυφλοὶ οἱ δὲ γόνιμοι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 4. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 8· τ. κῦμα, σκοτεινόν, μαῦρον, Ἀνθ. Π. 7, 400., 12. 156· (οὕτω. caecis in undis Οὐεργ.)· τ. μώλωψ, κεκρυμμένον τραῦμα, Πλουτ. Αἰμίλ. 19. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., τυφλῶς ἔχειν πρός τι Πλάτ. Γοργ. 479Η· τ. καὶ ἀσκέπτως Ἀντιφ. παρὰ Στοβ. 418· τ. καὶ οὐ γνωρίμως Στράβ. 442. (Τὸ τυφλὸς εἶναι ἴσως συγγενὲς τῷ τύφῳ, ἐπὶ τῆς σημασίας ὁμιχλώδης, σκοτεινός, πρβλ. τῦφος ΙΙ. τυφεδανός).
English (Autenrieth)
blind, Il. 6.139†.
English (Slater)
τῠφλός blind met. τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος (N. 7.23) τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες Πα. 7B. 18.
English (Strong)
from, τυφόω; opaque (as if smoky), i.e. (by analogy) blind (physically or mentally): blind.
English (Thayer)
τυφλοῦ, ὁ (τύφω, to raise a smoke; hence, properly, 'darkened by smoke'), from Homer down, the Sept. for עִוֵּר, blind;
a. properly: Pindar down, mentally blind: Revelation 3:17.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τυφλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῖς», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα) αμβλύς, αμαθής, περιορισμένος («τυφλὸς τά τ' ὤτα, τον τε νοῦν, τά τ' ὄμματ' εἰ» — κουφός, κουτός και τυφλός είσαι, Σοφ.)
3. αυτός που έχει μια μόνον είσοδο και καμιά διέξοδο, αδιέξοδος (α. «τυφλός δρόμος» β. «τυφλὴ ὁδός», λεξ. Σούδα
γ. «τοῦ εντέρου τυφλόν τι», Αριστοτ.)
4. το αρσ. ως ουσ. ο τυφλός
άνθρωπος που δεν βλέπει, αόμματος (α. «στην γωνιά του δρόμου στεκόταν ένας τυφλός» β. «τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν», ΚΔ)
5. φρ. «και τυφλῴ... δήλον» — ολοφάνερο (ΠΔ)
νεοελλ.
1. ο αναίσθητος στο φως, αυτός που δεν αντιδρά στο φως (α. «τυφλή κηλίδα» β. «τυφλό σημείο»)
2. μτφ. α) υβριστ. στραβός
β) παράλογος, παράφορος, άκριτος («τυφλό πάθος»)
γ) απεριόριστος («του δείχνει τυφλή εμπιστοσύνη»)
3. το ουδ. ως ουσ. το τυφλό(ν)
(ενν. έντερο) ανατ. το ευρύ σακοειδές αρχικό τμήμα του παχέος εντέρου, το οποίο βρίσκεται στον δεξιό λαγόνιο βόθρο της κοιλιάς και περιβάλλεται από παντού από περιτόναιο και από το οποίο εκπορεύεται η σκωληκοειδής απόφυση
4. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι»
(λόγια έκφραση) i) με πλήρη εμπιστοσύνη
ii) με κλειστά τα μάτια, ανεξέταστα
β) «στα τυφλά» — χωρίς επίγνωση, στα κουτουρού
γ) «Κυριακή του τυφλού» — η πέμπτη Κυριακή μετά το Πάσχα, κατά την οποία ψάλλεται το Ευαγγέλιο για την θεραπεία του εκ γενετής τυφλού από τον Χριστό
δ) «τυφλό σημείο»
(ανατ.-φυσιολ.) η περιοχή του αμφιβληστροειδούς από την οποία εκπορεύεται το οπτικό νεύρο και η οποία, επειδή δεν έχει αισθητήρια κύτταρα, δεν είναι ευαίσθητη στο φως
ε) «τυφλή κηλίδα»
ανατ. παλαιότερη ονομασία του τυφλού σημείου
5. παροιμ. «τυφλός τυφλόν οδήγαε κι ηύραν κι οι δυό τον λάκκο» — δηλώνει ότι η αμάθεια και η απειρία είναι κακοί σύμβουλοι και οδηγούν, συνήθως, σε αρνητικό αποτέλεσμα
αρχ.
1. (για μέλος του σώματος) αυτός που ανήκει σε αόμματο, σε τυφλό («ὡς τυφλῷ ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶ σύ» (Ευρ.)
2. (για εξάρτημα) αυτός που χρησιμοποιείται από τυφλό
3. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος του σώματος όπου δεν υπάρχουν οφθαλμοί
4. κρυμμένος, κρυφός («τυφλὸς μώλωψ» — κρυφό τραύμα, Πλούτ.)
5. σκοτεινός, μαύρος
6. κλειστός, χωρίς έξοδο («τοῦ ἐντέρου τυφλόν τι», Αριστοτ.)
7. (για ποταμό ή λιμένα) αυτός του οποίου το στόμιο είναι φραγμένο, ιδίως από ιλύ («εἰς λίμνας τυφλὰς καὶ ἑλώδεις ἀφανίζεται», Πλούτ.)
8. (για πράγμ.) α) ασαφής, αφανής, άδηλος («ἀσαφὴς καὶ τυφλὴ ὑπόνοια», Πλούτ.)
β) μτφ. ο χωρίς αξία, χωρίς σημασία («τυφλὸς ὄλβος» Ευρ.)
9. φρ. α) «τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος» — τα νώτα του σώματος (Ξεν.)
β) «τυφλὸς ὄζος» — κλαδί χωρίς οφθαλμούς (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυφ- του ρ. τύφω «περιβάλλω με καπνό» + επίθημα -λός (πρβλ. τραυλός, χωλός). Για τη σημ. του επιθ. βλ. λ. τύφω.
Greek Monotonic
τυφλός: -ή, -όν (τύφω),·
I. αυτός που δεν βλέπει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με γεν., τυφλός τινος, τυφλός ως προς κάποιο πράγμα, σε Ξεν.· τὰτυφλὰ τοῦ σώματος, δηλ. τα νώτα κάποιου, στον ίδ.· λέγεται για τα μέλη του σώματος του τυφλού, τυφλὸς πούς, χείρ, σε Ευρ.· πρβλ. τυφλόπους.
II. 1. λέγεται για πράγματα, σκοτεινός, ασαφής, άγνωστος, σε Αισχύλ., Σοφ.· τυφλαὶ σπιλάδες, τυφλοί, αόρατοι βράχοι, σε Ανθ.
2. λέγεται για κανάλια ή διόδους, κλεισμένος, χωρίς έξοδο, σε Πλούτ.
III. επίρρ., τυφλῶς ἔχειν προς τι, είμαι τυφλός ως προς αυτό, σε Πλάτ.
Middle Liddell
τυφλός, ή, όν τύφω
I. blind, Il., etc.:—c. gen., τ. τινος blind to a thing, Xen.:— τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος, i. e. one's back, Xen.:—of the limbs of the blind, τ. πούς, χείρ Eur.; cf. τυφλόπους.
II. of things, blind, dark, obscure, Aesch., Soph.; τ. σπιλάδες blind rocks, Anth.
2. of channels, blind, i. e. closed, choked with mud, Plut.
III. adv., τυφλῶς ἔχειν πρός τι to be blind to it, Plat.
Frisk Etymology German
τυφλός: {tuphlós}
Meaning: blind, dunkel, ohne Ausgang, verstopft (seit Z 139).
Composita: Einige Kompp., z.B. τυφλόστομος ‘mit blinder (= verstopfter) Mündung’ (Str.), ὑπότυφλος halbblind, schwachsichtig (Plu. u.a.).
Derivative: Davon 1. Viele Tiernamen. Schlangennamen: τυφλίας, -ώψ, -ῖνος, -ίνης; ngr. dial. -ίτης (Redard 85, Georgacas Μν. χάριν 1, 126); Fischnamen: -ῖνος, -ήν, -ινίδιον (Strömberg Fischn. 42; vgl. ἀτταγῖνος, -ήν). 2. -ότης f. Blindheit, Verstopfung (Demokr., Pl., Gal., Plu.). 3. -ώδης H. als Erkl. von βλάνος. 4. -όομαι, -όω, auch m. ἀπο-, ἐκ- u.a. erblinden; blenden, verstopfen (Pi., ion. att.) mit -ωσις (ἀπο-, ἐκ-) f. Erblindung (ion. att.). 5. -ώττω erblinden, blind sein (hell. u.sp.; zur Bildung Schwyzer 733). Seiner Bildung nach gehört τυφλός zu den zahlreichen Adjektiven auf -λός, die physische oder geistige Gebrechen bezeichnen, z.B. σιφλός, χωλός, τραυλός, δειλός (Chantraine Form. 238).
Etymology: Ohne unmittelbare außergriech. Entsprechung. Dem in τυφλός eingebauten l- Stamm entspricht ein u-Stamm in air. dub schwarz aus idg. *dhubh-u-. Daneben steht im Germ. eine hochstufige thematische Bildung in get. daufs’πεπωρωμένος’ (mit daub-ei’πώρωσις’), awno. daufr taub, träge, ahd. toub’taub, stumpfsinnig, unsinnig’, idg. *dhoubho-(Bildung wie κοῦφος und got. rauþs, nhd. rōt gegenüber ἐρυθρός). Als urspr. Bed. ist nebelig, umnebelt, vom Geist und den Sinnen anzusetzen nach Ausweis des dazu gehörigen τύφομαι; s.d. mit weiteren Hinweisen.
Page 2,949-950
Chinese
原文音譯:tuflÒj 替弗羅士
詞類次數:形容詞(53)
原文字根:瞎(的) 相當於: (עִוֵּר) (עִוָּרֹון / עַוֶּרֶת)
字義溯源:像在煙中的迷糊,瞎眼的,眼瞎的,瞎子,瞎;源自(τυφόομαι)=陷在煙霧中),而 (τυφόομαι)出自(τύφω)*=冒煙)
出現次數:總共(50);太(17);可(5);路(8);約(16);徒(1);羅(1);彼後(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 瞎子(22) 太9:27; 太9:28; 太11:5; 太15:14; 太15:14; 太15:14; 太15:14; 太15:30; 太15:31; 太20:30; 太21:14; 可8:23; 可10:46; 可10:49; 可10:51; 路6:39; 路6:39; 路7:21; 路7:22; 路18:35; 約9:17; 約11:37;
2) 瞎眼的(12) 路4:18; 路14:13; 路14:21; 約5:3; 約9:1; 約9:19; 約9:20; 約9:24; 約9:39; 約9:40; 約9:41; 彼後1:9;
3) 瞎眼(5) 太23:16; 約9:2; 約9:18; 徒13:11; 啓3:17;
4) 瞎子的(3) 約9:32; 約10:21; 羅2:19;
5) 瞎眼的人(2) 太23:17; 約9:13;
6) 一個瞎子(1) 可8:22;
7) 眼瞎的(1) 約9:25;
8) 你們瞎眼(1) 太23:24;
9) 瞎(1) 太12:22;
10) 你們瞎眼的人(1) 太23:19;
11) 你這瞎眼的(1) 太23:26
Mantoulidis Etymological
Μέ ἀνομοίωση ἀπό τό θυφλός → τυφλός. Ἀπό τό τύφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
caecus, blind, 3.104.5 (ex Hom. H. Ap. from Homer's Hymn to Apollo 172).
Translations
blind
'Are'are: 'uru; Albanian: i verbër; Arabic: أَعْمَى, عَمْيَاء, كَفِيف; Egyptian Arabic: أعمى; Archi: бецду; Armenian: կույր; Aromanian: orbu; Asturian: ciegu; Avar: бецав; Azerbaijani: kor; Baluchi: کور; Bashkir: һуҡыр; Basque: itsu; Belarusian: сляпы; Bengali: অন্ধ; Bikol Central: buta; Breton: dall; Buginese: wuta; Bulgarian: сляп; Burmese: ကန်း; Buryat: һохор; Catalan: cec, orb; Cebuano: buta; Chamicuro: manatsa; Chavacano: ciego; Chechen: бӏаьрзе; Cherokee: ᏗᎨᏫ; Chinese Cantonese: 盲, 失明; Dungan: ха, хазы; Hakka: 瞎目; Mandarin: 盲, 盲目, 失明, 瞎, 瞽; Min Nan: 青盲, 失明; Chuvash: суккӑр, куҫсӑр; Cornish: dall; Crimean Tatar: soqur, kör; Czech: slepý; Dalmatian: vuarb, uarb; Danish: blind; Dutch: blind; Elfdalian: blind; Esperanto: blinda; Estonian: pime; Faroese: blindur; Finnish: sokea; Franco-Provençal: avoglo; French: aveugle, mal-voyant, mal-voyante; Friulian: vuarb; Gagauz: köör, görmäz, gözsüz; Galician: cego, invidente; Georgian: ბრმა, უსინათლო; German: blind; Gothic: 𐌱𐌻𐌹𐌽𐌳𐍃; Greek: τυφλός, αόμματος; Ancient Greek: ἄβλεπτος, ἄγληνος, ἄδερκτος, ἀθέατος, ἀθήητος, ἀλαός, ἀλαωπός, ἀλαώψ, ἀμαυρός, ἀνόμματος, ἀπόμματος, ἀφανής, ἀφώτιστος, διεφθαρμένος τὰ ὄμματα, λιπαυγής, λιποβλέφαρος, λιπόγληνος, λιποφεγγής, ὀμματοστερής, παραβλώψ, παρός, πηρός, πολυβλέπων, σκοτεινός, σκότον δεδορκώς, τυφλίνης, τυφλῖνος, τυφλός, τυφλώψ; Greenlandic: tappiitsoq; Hebrew: עיוור / עִוֵּר; Higaonon: buta; Hiligaynon: buta; Hindi: अंधा; Hungarian: vak; Icelandic: blindur; Ido: blinda; Ilocano: bulsek; Indonesian: buta; Interlingua: cec; Irish: dall; Istriot: uorbo; Italian: cieco, orbo; Ivatan: mavota; Japanese: 失明した, 目の見えない, 盲目の, 盲; Javanese: picek; Kalmyk: сохр; Karachay-Balkar: сокъур; Karakalpak: гөр, соқыр; Kazakh: соқыр; Khakas: харах чох; Khmer: ខ្វាក់; Komi-Permyak: синтӧм; Komi-Zyrian: синтӧм; Korean: 눈이 먼, 장님의; Kurdish Central Kurdish: کوێر; Northern Kurdish: kor; Kyrgyz: сокур, көр; Lao: ບອດ; Latgalian: oklys; Latin: caecus; Latvian: akls, neredzīgs; Limburgish: blindj; Lithuanian: ãklas; Low German: blind; Luxembourgish: blann; Macedonian: слеп; Makasar: buta; Malay: buta, tunanetra; Maltese: agħma, agħmi; Manchu: ᠪᠠᠯᡠ; Mansaka: pisuk; Maori: pura; Maranao: pisek, bota; Mari Eastern Mari: сокыр, уждымо; Western Mari: слӧпӧй, сльӧпӧй; Mongolian Cyrillic: сохор; Mongolian: ᠰᠣᠬᠤᠷ; Nanai: бали; Norman: aveugl'ye; Northern Sami: čalmmeheapme; Norwegian Bokmål: blind; Nynorsk: blind; Occitan: òrb, cèc; Odia: ଅନ୍ଧ; Old Church Slavonic Cyrillic: слѣпъ; Old East Slavic: слѣпъ; Old English: blind; Old Javanese: wuta; Oromo: jaamaa; Ossetian: куырм; Ottoman Turkish: اعمی; Pashto: ړوند, نابينا, نګوری; Persian: کور, نابینا; Piedmontese: orbo; Plautdietsch: blint; Polish: ślepy, niewidomy; Portuguese: cego; Punjabi: اَنّھا; Quechua: ñawsa; Canka Quechua: ñausa; Wanka Quechua: gapla; Waiwaş Quechua: gapra; Romagnol: cig; Romanian: orb, chior; Romansch: tschorv, orv, orb; Russian: слепой, незрячий; Sanskrit: अन्ध; Sardinian: tzecu, cegu, tzegu; Scottish Gaelic: dall; Serbo-Croatian Cyrillic: слеп, слијеп; Roman: slep, slijep; Sicilian: orvu, orbu; Sindhi: انڌو; Slovak: slepý; Slovene: slep; Sorbian Lower Sorbian: slěpy; Upper Sorbian: slepy; Southern Altai: сокор, кöзи кöрбöс, кöс јок; Spanish: ciego, invidente; Swahili: kipofu; Swedish: blind, synskadad; Tagalog: bulag; Tajik: кӯр, нобино; Tamil: குருடு; Tausug: buta; Telugu: గుడ్డి; Thai: ตาบอด, บอด; Tlingit: lkhooshtéeni; Tocharian B: tärrek; Turkish: kör, görme engelli, görmez, âmâ, gözsüz; Turkmen: kör; Tuvan: согур; Udmurt: сукыр, синтэм; Ukrainian: сліпий; Urdu: اندھا; Uyghur: كور; Uzbek: koʻr; Venetian: orbo, cioro, ciore; Vietnamese: mù, đui mù, đui; Volapük: bleinik; Waray-Waray: butá; Warlpiri: pampa; Welsh: dall; West Frisian: blyn; White Hmong: dig muag; Yiddish: בלינד; Yoruba: afọju; Zazaki: kor; Zhuang: mengz, fangz