στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
κηνσοφύλαξ: ὁ, ὁ τῶν κήνσων φύλαξ, Νεῖλ. σ. 268Β. 461Α., 1020Β., 1060C, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 17. 8, πρβλ. κήνσωρ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηνσήτωρ· ὁ τὴν γῆν μετρῶν».