ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)
κενόφωνος: -ον, ὁ κενὰ φωνάζων, ἀνόητα λέγων, Βυζ.