κενόφωνος

Greek (Liddell-Scott)

κενόφωνος: -ον, ὁ κενὰ φωνάζων, ἀνόητα λέγων, Βυζ.

Greek Monolingual

κενόφωνος, -ον (Μ)
αυτός που λέγει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. γλυκύ-φωνος, μεγαλό-φωνος].