κοιτίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of κοιτίς, Sch.Luc.Gall.21.
German (Pape)
[Seite 1471] τό, dim. zum Folgenden, Schol. Luc. Gall. 21.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κοιτίς, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀλεκτρ. 21.
τό, Dim. of κοιτίς, Sch.Luc.Gall.21.
[Seite 1471] τό, dim. zum Folgenden, Schol. Luc. Gall. 21.
κοιτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κοιτίς, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀλεκτρ. 21.