κοιτίς
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Dim. of κοίτη VI, box, AP 6.254.6 (Myrin.), Philostr.VA4.39; v.l. for κιστίς in Hld.4.11; Glossaria on φωριαμός, Sch.A.R.3.802; basket, Men.Epit.164; κ. πλεκτὰς ἐκ φοίνικος Arr.An.3.4.3; of Moses' ark, J.AJ2.9.5.
German (Pape)
[Seite 1471] ίδος, ἡ, dim. zu κοίτη, Kästchen, Etwas hineinzulegen; γρυτοδόκη παμβακίδων Myrin. 2 (VI, 254); Poll. 10, 165; auch vulg. l. Luc. ep. Sat. 21. – Auch κοῖτις betont, B. A. 273, E. M. 524, 15.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
corbeille.
Étymologie: κοίτη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιτίς -ίδος, ἡ [κοῖτος] mandje.
Russian (Dvoretsky)
κοιτίς: ίδος (ῐδ) ἡ [demin. к κοίτη Plut., Luc., Anth. = κοίτη 5.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτίς: -ίδος, ὑποκορ. τοῦ κοίτη ΙΙΙ, μικρὰ κίστη, κιβώτιον μικρόν, θήκη, Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 21.