κτητός
English (LSJ)
ή, όν, (κτάομαι)
A that may be gotten or acquired, ληϊστοὶ μὲν . . βόες... κτητοὶ δὲ τρίποδες Il.9.407, cf. E.Hipp.1295 (anap.), Pl.Prt.324a, al. 2 worth getting, desirable, Id.Smp.197d, Hp.Mi.374e. II acquired, gained, Id.Lg.841e; κτητή female slave, opp. γαμετή, Hes.Op.406; κ. μέρος οἰκίας PLond.3.1164 (f).11 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1519] adj. verb. zu κτάομαι, erworben, zu Eigenthum gemacht; γυνὴ κτητή, erkauft, im Ggstz zur rechtmäßigen Hausfrau, Hes. O. 408; – Iliad. 9, 407 κτητοὶ τρίποδες, lassen sich erwerben, können erworben werden; Eur. Hipp. 1295, zu erwerben, anzueignen, wie Plat. Prot. 324 a; τοὺς ὠνητούς τε καὶ τρόπῳ τούτῳ κτητούς Polit. 289 d.
Greek (Liddell-Scott)
κτητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ κτάομαι, ὅν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀποκτήσῃ, ληιστοὶ μέν... βόες..., κτητοὶ δὲ τρίποδες Ἰλ. Ι. 407, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1295, Πλάτ. Πρωτ. 324Α, κ. ἀλλ. 2) ἄξιος ἀποκτήσεως, ἐπιθυμητός, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D, ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Ε. ΙΙ. ἀποκτηθείς, κατεχόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 841Ε· κτητή, γυνὴ δούλη, ἀντίθετ. τῷ γαμετή, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 404.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’on peut acquérir ou acheter;
2 digne d’être acquis ou acheté, désirable.
Étymologie: adj. verb. de κτάομαι.