κυματηδόν
English (LSJ)
Adv.
A like a wave, Lyd.Ost.53.
German (Pape)
[Seite 1530] nach Art der Wellen, Io. Lyd.
Greek (Liddell-Scott)
κυμᾰτηδόν: Ἐπίρρ., ὡς κῦμα, Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. § 54.
Adv.
A like a wave, Lyd.Ost.53.
[Seite 1530] nach Art der Wellen, Io. Lyd.
κυμᾰτηδόν: Ἐπίρρ., ὡς κῦμα, Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. § 54.