κυματηδόν

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτηδόν Medium diacritics: κυματηδόν Low diacritics: κυματηδόν Capitals: ΚΥΜΑΤΗΔΟΝ
Transliteration A: kymatēdón Transliteration B: kymatēdon Transliteration C: kymatidon Beta Code: kumathdo/n

English (LSJ)

Adv. like a wave, Lyd.Ost.53.

German (Pape)

[Seite 1530] nach Art der Wellen, Io. Lyd.

Greek (Liddell-Scott)

κυμᾰτηδόν: Ἐπίρρ., ὡς κῦμα, Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. § 54.

Greek Monolingual

κυματηδόν (Μ)
όπως τα κύματα, σαν κύμα, κυματοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, δηλωτική του τρόπου, κατά το πρηνη-δόν (πρβλ. σωρηδόν, βαθμηδόν)].