ητος, ἡ,
A wretchedness, poverty, of land, Str.2.5.32, al.
λυπρότης: -ητος, ἡ, ἀθλιότης, τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.
ητος (ἡ) :maigreur du sol.Étymologie: λυπρός.