μεσόφθαλμος

Revision as of 10:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A with middle-sized eyes, Procl.Par.Ptol.202.

German (Pape)

[Seite 141] mit Augen von mittlerer Größe, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων μετρίου μεγέθους ὀφθαλμούς, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 202.