μεσόφθαλμος

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόφθαλμος Medium diacritics: μεσόφθαλμος Low diacritics: μεσόφθαλμος Capitals: ΜΕΣΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: mesóphthalmos Transliteration B: mesophthalmos Transliteration C: mesofthalmos Beta Code: meso/fqalmos

English (LSJ)

μεσόφθαλμον, with middle-sized eyes, Procl.Par.Ptol.202.

German (Pape)

[Seite 141] mit Augen von mittlerer Größe, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων μετρίου μεγέθους ὀφθαλμούς, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 202.

Greek Monolingual

μεσόφθαλμος, -ον (Α)
αυτός που έχει οφθαλμούς μέτριου μεγέθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντόφθαλμος)].