ἀμετρί

From LSJ
Revision as of 12:11, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

German (Pape)

[Seite 123] adv. zum vorigen, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετρί: ἐπίρρ. τοῦ ἄμετρος, μέτρῳ ὕδωρ πίνοντες, ἀμ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες, Παροιμ. παρὰ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀμετρεί Hdn.Gr.2.464
adv. sin medida ἀ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες op. μέτρῳ Zen.5.19.